άκοιτα

άκοιτα
[акопа] επίρ. беспрестанно, беспрерывно,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "άκοιτα" в других словарях:

  • Ἀκοίτας — Ἀκοίτᾱς , Ἀκοίτης masc acc pl Ἀκοίτᾱς , Ἀκοίτης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοίτας — ἀκοίτᾱς , ἀκοίτης bedfellow masc acc pl ἀκοίτᾱς , ἀκοίτης bedfellow masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀκοίταν — Ἀκοίτᾱν , Ἀκοίτης masc acc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοίταν — ἀκοίτᾱν , ἀκοίτης bedfellow masc acc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»